κεφαλαιμάτωμα

κεφαλαιμάτωμα
Διόγκωση που εμφανίζεται στο κρανίο των νεογνών κατά τις πρώτες ώρες ή μέρες μετά τον τοκετό. Πρόκειται για αιμάτωμα που οφείλεται σε κακώσεις του κρανίου κατά τον τοκετό, δεν ξεπερνά την περιοχή που έχει υποστεί την κάκωση και υποχωρεί μέσα σε 8-10 μέρες.
* * *
το
ιατρ. διόγκωση που εμφανίζεται στη βρεγματική χώρα τής κεφαλής τού νεογεννήτου τις ώρες που ακολουθούν τη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalhematoma < cephal- (πρβλ. κεφαλή) + -hematoma (πρβλ. αιμάτωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Αν. Ζίννη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”